Πέμπτη 19 Απριλίου 2012




Στο νησί Lanzarote των Κανάριων νήσων, εντοπίζονται δύο εμπλεκόμενοι ρυθμοί μεταμόρφωσης του ηφαιστειακού τοπίου. Ο ρυθμός της γης και ο ρυθμός της ανθρώπινης ζωής. Στην ουσία μπορούμε να μιλήσουμε για συνύπαρξη και αλληλοκάλυψη μεταβαλλόμενων διαδικασιών οι οποίες ανήκουν σε δύο διαφορετικές κλίμακες, την αστική και τη γεωλογική. Τα αποτελέσματα της συμπλοκής των δύο αυτών ρυθμών για ένα διάστημα έξι ετών, έκανε τους κατοίκους να συνειδητοποιήσουν ότι ανήκουν σε μία περιοχή συνεχώς μεταβαλλόμενη και ότι ο χαρακτήρας αυτός αποτελεί την ταυτότητα της.



Oι αγρότες της περιοχής λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ειδικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν τη γη, κατάφεραν να μετατρέψουν την τέφρα από σύμβολο ερήμωσης σε αποτελεσματικό τους σύμμαχο (διατήρηση υγρασίας, εμπόδιση ανάπτυξης ζιζανίων), συμβάλλοντας οι ίδιοι με τις δράσεις τους στη μεταμόρφωση και διαμόρφωση του τοπίου. Συγκεκριμένα, ανοίγοντας τρύπες αρκετών μέτρων στην τέφρα βρίσκουν το γόνιμο, αργιλώδες ή λασπώδες έδαφος ή προσθέτοντας στρώσεις τέφρας εκεί όπου δεν υπάρχει, την ενσωματώνουν απόλυτα στην καλλιέργεια των εδαφών. Η τελευταία μέθοδος καλλιέργειας μετέτρεψε τους κατοίκους σε ικανούς διαχειριστές παραγωγικής εκτόπισης υλικού, δημιουργώντας τοπίο με τρόπο τόσο ισχυρό όσο και μία ηφαιστειακή έκρηξη.

Οι αρχιτέκτονες της νικητήριας πρότασης έχουν ως σημείο εκκίνησης την ιδέα της συσσώρευσης και της επικάλυψης διαφορετικών επιπέδων-υποστρωμάτων για τη δημιουργία της νέας τοποθεσίας. Έχοντας ως αναφορά μία γεωλογική τομή, γειτονικής στη δική τους περιοχής, σχεδιάζουν μία αρχιτεκτονική με παρέκταση, δηλαδή βασισμένη στους κανόνες της τομής μελέτης. Η τομή που κάνουν αυτοί, είναι μία τομή γεωλογική και αστική ταυτόχρονα. Στα επίπεδα που σχεδιάζουν τοποθετούνται  ποικίλα αστικά στοιχεία με διαφορετικές πυκνότητες και κατασκευάζονται διαμέσου των ελεύθερων χώρων, των στερνών και των συστημάτων άρδευσης. Ο συσχετισμός αστικού και γεωλογικού υποστρώματος γίνεται φανερός από τα σπίτια-σπηλιές που εντοπίζονται στον αρχαιολογικό χώρο, αποδεικνύοντας ότι  ο πρώτος ανήκει στην ίδια την ιστορία της περιοχής. Στη δική τους περίπτωση αναφέρονται σε μία βάση διάτρητη και μία αρχιτεκτονική η οποία έχει την ικανότητα να αναγνωρίζει το «στρώμα» στο οποίο εισέρχεται. Ένα πρότζεκτ που εκτοπίζει υλικό ανασκαφών για να κατασκευάσει τις πληρώσεις που χρειάζεται, που πραγματοποιεί κοιλότητες μεταξύ στρωμάτων και τις χρησιμοποιεί για την κατασκευή της νέας υποδομής, των καινούργιων γόνιμων εδαφών, των αυλών, κλπ.





Αγρο-αστική υποδομή: η ηφαιστειακή τάφρος.
Η ομάδα σχεδιασμού εντόπισε κοντά στην περιοχή μελέτης και ειδικά στον αστικό πυρήνα του San Bartolomé διάφορα αστικά στοιχεία, όπως κατασκευές χαμηλών αντιανεμικών τοίχων, φράχτες από άμμο, στέρνες αποθήκευσης βρόχινου νερού για άρδευση, στέρνες οικιακής χρήσης κλπ., τα οποία θεώρησε ως κληροδοτήματα της ιστορίας της περιοχής, για την κατασκευή της νέας ζώνης. Απομακρυσμένοι από μία στατική αντιμετώπιση αυτής της υποδομής, αποφασίζουν να την ενσωματώσουν σε ένα καινούργιο σύστημα που φροντίζει για τη σύνδεση μεταξύ στερνών. Έτσι δημιουργούν την ηφαιστειακή τάφρο, όπως την ονομάζουν, μέσω της οποίας συνδέονται οι δημόσιες στέρνες, επιτρέποντας το νερό που περισσεύει σε μία ζώνη, να χρησιμοποιείται σε άλλη που το χρειάζεται, ακόμη και από τις ιδιωτικές κοινόχρηστες στέρνες. Αυτό το νέο δίκτυο άρδευσης, αποτελεί ένα υβρίδιο που προκύπτει από το συνδυασμό της υποδομής που διοχέτευε παλιότερα τα νερά απορροών στις καλλιεργήσιμες εκτάσεις και των τοίχων ύψους μικρότερου του ενός μέτρου, από ηφαιστειακό πέτρωμα, που χρησιμοποιούνταν για την καλλιέργεια αμπέλου.



Γεωργική κατάτμηση και πύκνωση των ορίων.
Η αρχιτεκτονική ομάδα εντόπισε στην αστική ανάπτυξη των τετραγώνων του San Bartolomé, μία ξεκάθαρη οργανική αναφορά στη μεταμόρφωση του τοπίου ήδη από τα πρώτα ίχνη της. Η πύκνωση των ορίων είναι μία στρατηγική που εντοπίστηκε τόσο στον αερισμό της γης (πραγματοποιούταν μεταφέροντας άμμο από την επιφάνεια αγροτεμαχίων στα όριά τους), όσο και στην ανάπτυξη των κατοικιών, λόγω της γειτνίασης των δομημένων ορίων και της αγροτικής κατάτμησης. Θεωρούν τα αγροτικά ίχνη «μάρτυρες» της κληρονομιάς, ικανά να μεταμορφωθούν και να χρησιμοποιηθούν, ερχόμενα να αποτελέσουν τμήμα της πολλαπλότητας των προαναφερθέντων ορίων. Τους αποδίδουν μία ταυτότητα, εξισώνοντάς τα με τις συλλογικές, νόμιμες και διοικητικές προβολές του σχεδιασμού. Γραμμές που ενώ ακόμη δε χαράχτηκαν στη γη, έχουν μεγάλη σημασία. Σύμφωνα με αυτήν τη θέση, τα όρια των οικοπέδων στο σχέδιο κατάτμησης του δεύτερου τομέα, θεωρούνται γραμμές φανταστικές, ίχνη του πιθανού. Οι νέες χαράξεις είναι αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης των προαναφερθέντων γραμμών σε ένα μοναδικό οικόπεδο, ευάλωτες στα στοιχεία με τα οποία συναντιούνται. Μακριά απ’ το να θεωρούνται περιορισμοί, γίνονται αντιληπτές ως γεγονότα που επέρχονται και που θα αποτελέσουν ένα νέο σύμμαχο, όπως η τέφρα, φέρνοντάς μας κοντά στην εξελικτική κλίμακα του San Bartolomé.




Προτείνουν τη διατήρηση δύο ιδεών που κρίνονται ως βασικές για τη διαφύλαξη της ταυτότητας του τόπου. Την πύκνωση των ορίων και τη διατήρηση των ελεύθερων ιδιωτικών χώρων στο εσωτερικό των οικοδομικών τετραγώνων. Οι οπισθοχωρήσεις, οι αυλές στις προσόψεις και τα αδόμητα οικόπεδα εμφανίζονται με χαρακτήρα αποσπασματικό εντός του οικοδομικού τετραγώνου, ενώ οι συνεχόμενες προσόψεις ενός ή δύο ορόφων ευθυγραμμίζονται με το δρόμο και διακόπτονται συνήθως ανά διαστήματα μικρότερα των πενήντα μέτρων. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων αυτή η διακοπή εμφανίζεται με μετατόπιση του δομημένου στο εσωτερικό του οικοδομικού τετραγώνου. Οπότε, αξιοποιώντας την ιδέα του μέγιστου μήκους στην ομαδοποίηση κατοικιών, ευθυγραμμισμένων με την κύρια οδό, σκέφτονται η ποικιλία τυπολογιών που θα εφαρμοστεί να είναι υβριδικής μορφής.




Όσον αφορά το κυκλοφοριακό δίκτυο, υποστηρίζεται η ιδέα της δημιουργίας δρόμων μονής κατεύθυνσης, οι οποίοι να μπορούν να εξυπηρετήσουν τη στάθμευση, απελευθερώνοντας έτσι άλλους δρόμους για την κίνηση πεζών, μερικοί απ’ τους οποίους δημιουργούνται στο εσωτερικό οικοδομικών τετραγώνων, μεταξύ οπωρώνων και υποστηριζόμενοι από εξοπλισμό. Αυτοί αποτελούν τον επονομαζόμενο εξοπλισμό μεταξύ οπωρώνων. Για να αποφύγουν την υπερβολική κατάτμηση του οικοδομικού τετραγώνου από αυτοκινητόδρομους, αφαιρόντας του έτσι την ταυτότητά του, προτείνεται η δημιουργία νέου εξοπλισμού, ο οποίος εξυπηρετεί στη μείωση του μεγέθους των υπερβολικά μεγάλων για τα νέα δεδομένα, οικοδομικών τετραγώνων, λόγω των μεγάλων διαστάσεων των προϋπαρχόντων αγροτεμαχίων. Έτσι ενσωματώνονται πεζόδρομοι και γραμμικός εξοπλισμός, με επιτρεπτή πρόσβαση μηχανοκίνητων μέσων μόνο μέχρι ενός σημείου εντός του οικοδομικού τετραγώνου.




Αστική πυκνότητα.
Όπως το αγροτικό περιβάλλον του San Bartolomé κατασκευάζεται από επικάλυψη και συσσώρευση στρωμάτων, όπως είναι η κατάτμηση και η κερδοφορία του εδάφους, οι κυρίαρχοι άνεμοι, οι κλίσεις και οι δρόμοι, το αστικό περιβάλλον κατασκευάζεται με βάση τις αγροτικές χαράξεις και υποδομές με τις οποίες γειτνιάζει. Με βάση  παραπάνω διαγράμματα που δείχνουν την εξέλιξη ενός οικοδομικού τετραγώνου της περιοχής την περίοδο 1960-2009, η πυκνότητα των κατοικιών εκτοπίζεται στα όρια, διατηρώντας στο εσωτερικό τους οπωρώνες.




Οι κατοικίες ως θραύσμα του εδάφους.
Οι τύποι της κατάτμησης του εδάφους καθορίζουν την εξέλιξη της δόμησης. Έτσι, ορίζεται το οικοδομικό τετράγωνο, το οποίο μπορεί να υποδιαιρεθεί σε μικρότερα οικοδομικά τετράγωνα, για την ικανοποίηση της ανάγκης πρόσβασης μηχανοκίνητων μέσων, φαινόμενο που προκαλεί μία πύκνωση των νέων ορίων, των προσκείμενων στους εσωτερικούς δρόμους. Ο ορισμός ενός επαρκούς μεγέθους για το οικοδομικό τετράγωνο ήταν μια εργασία απαραίτητη για τη νέα ανάπτυξη.

Κατοικίες εντός κατοικίας.
Η στρατηγική που χρησιμοποιείται για την κατοίκηση του οικοδομικού τετραγώνου, ανταποκρίνεται στην παραδοσιακή λογική δόμησης, μεταμορφωμένης μέσω μιας διαδικασίας «εξυπηρέτησης» ποικίλων κατοικιών. Έτσι, χρησιμοποιούν μια υπάρχουσα κατοικία της ζώνης, ως πρότυπο ικανό να ομαδοποιήσει πέντε κοινωνικές κατοικίες. Αυτή η κατοικία-πρότυπο, μετατρέπεται στο στοιχείο που ερμηνεύει την κουλτούρα της παραδοσιακής κατοικίας του San Bartolomé.


Συνοψίζοντας, πρόκειται για μια πρόταση στην οποία γίνεται φανερό ότι ο σχεδιασμός της περιοχής, δεν μπορεί παρά να προκύπτει ως φυσικό επόμενο του χαρακτήρα και της ιστορίας του τόπου στον οποίο ανήκει, προσαρμοσμένων στις σύγχρονες απαιτήσεις και προϋποθέσεις. Αποσκοπεί δηλαδή στο να επισημάνει, ότι για να «κατοικεί» ένας άνθρωπος μια περιοχή και να αναπτύσσει δεσμούς με αυτήν, μέσα από την ανθρώπινη επικοινωνία που λαμβάνει χώρα εντός της, η περιοχή αυτή οφείλει να του παρέχει τη δυνατότητα ταύτισης με το χαρακτήρα της και τα επιμέρους στοιχεία της, καθώς επίσης και τη δυνατότητα χρήσης του χαρακτήρα αυτού ως υπόβαθρο ικανό να δεχτεί τις σύγχρονες ανθρώπινες πρακτικές. Μέσα από μία τέτοια κατεύθυνση, του situation design, επιχειρούν να εκφράσουν μια ομαλή και γερά δομημένη εξελικτική πορεία της αρχιτεκτονικής, της πόλης, αλλά και της ανθρώπινης κοινότητας, όπως αυτοί την αντιλαμβάνονται, μέσα από τη δημιουργία υβριδίων


EUROPAN SAN BARTOLOME 
GEOLOGIA RURBANA.
1ο Βραβείο

Αρχιτέκτονες:
Pulido+Piriz. CUAC. Arquitectura(Javier Castellano Pulido+Tomás García Píriz)/
Juan Antonio Serrano García/ Paloma Baquero Massats/Luis Miguel Ruiz Aviles.

Συνεργάτες:
Cristóbal Adrián García Almeida, José Enrique Iniesta Molina, Alejandro Pedro López Fernández, Alejandro Carlos Galindo Durán, María de Lara Ruiz, Juan Bachs Rubio, Elena Maria Lucena Guerrero.






Πηγές:

1.       http://www.archdaily.com/198967/europan-11-proposal-san-bartolome-cuac-arquitectura-serrano-y-baquero-arquitectos-luis-miguel-ruiz-aviles/


     
  1. http://www.hicarquitectura.com/2012/01/pulidopiriz-cuac-arquitectura-serrano.html




ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

      Επιχειρώντας μια συγκριτική προσέγγιση των παραδειγμάτων αστικού σχεδιασμού που προηγήθηκαν, θα αξιοποιηθεί σε ορισμένα σημεία το θεωρητικό έργο του Aldo van Eyck ως βάση άντλησης και ερμηνείας ορισμένων εννοιών, οι οποίες εντοπίζονται περισσότερο ή λιγότερο ως στοιχεία και των τριών παραδειγ-μάτων. Πρόκειται για τον αρχιτέκτονα που αν και πιστός στις θεμελιώδεις αρχές του Μοντέρνου κινήματος, αμφισβήτησε τη μηχανιστική προσέγγιση του τελευταίου μεταπολεμικά, όπου σε μια κοινωνία νέων δεδομένων (τεχνολογική ανάπτυξη, οικονομική ευημερία, υπερ-καταναλωτισμός, ανάγκη στέγασης) ο παράγων λειτουρ-γικότητα ήρθε να αποτελέσει δόγμα επιφέροντας συχνά αρνητικά αποτελέσματα. Αντίθετα, μέσα από ένα πλούσιο θεωρητικό, αλλά και σχεδιαστικό υπόβαθρο, στράφηκε προς μία προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία αυτό που είχε και έχει πρωταρχική σημασία είναι ένας σχεδιασμός που ωθεί τον ανθρώπινο συσχετισμό, την ανθρώπινη κοινότητα. Η θεωρία του συνεχίζει να επηρεάζει τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, έστω και μη συνειδητά, ακριβώς διότι πολύ περισσότερο από μία τάση, αποτελεί μια προσέγγιση στην οποία μπορούν να εντοπιστούν ουμανιστικές αξίες.
      Αρχικά, παρατηρείται και στα τρία παραδείγματα μία κριτική αντιμετώπιση των προϋπαρχόντων βασικών χαρακτηριστικών των περιοχών, τόσο αυτών στις οποίες επεμβαίνουν, όσο και των ευρύτερων. Έτσι, στο San Bartolomé, η αρχιτεκτονική έρχεται να ενταχθεί στο υφιστάμενο υπόβαθρο και να το μετατρέψει κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται σε σύγχρονες απαιτήσεις. Συγκεκριμένα, αξιοποιεί χωρικά στοιχεία όπως στέρνες, συστήματα άρδευσης, αντιανεμικούς φράχτες, φαινόμενο πύκνωσης ορίων, ελεύθερους ιδιωτικούς χώρους οικοδομικών τετραγώνων και τα εντάσσει στο σχεδιασμό. Ομοίως, στο Leeuwarden, η σημασία του νερού και συγκεκριμένα του καναλιού, ο ρόλος του πεζού και του ποδηλατιστή, το χωρικό και οργανωτικό μοντέλο ενός αγροκτήματος της περιοχής, αλλά και το τυπικό ολλανδικό μοντέλο κατοίκησης επαναπροσδιορίζονται μέσα στην πρόταση. Στην e_co_llectiva, η προϋπάρχουσα κτιριακή υποδομή αποκαθίσταται και αξιοποιείται ως υποδοχέας σύγχρονων κοινωνικών αναγκών, οι κτιριακές όψεις διατηρούνται, ενώ στοιχεία όπως ο διαχωρισμός πεζοδρομίου-δρόμου, καθώς και τα αντίστοιχα υλικά τους, τα οποία έχουν σημαδέψει το ελληνικό αστικό τοπίο και έχουν προσδώσει συχνά αρνητικές χωρικές ποιότητες, κρίνεται ότι οφείλουν να αφαιρεθούν ώστε να υλοποιηθεί μια εκ νέου προσέγγιση.
      Παρατηρείται δηλαδή μία τάση σύνδεσης της έννοιας του χρόνου με την ανθρώπινη εμπειρία μέσα από τις έννοιες της μνήμης, της διάρκειας (η ανθρώπινη εμπειρία της στιγμής), αλλά και του προσδοκώμενου. Για τον van Eyck το παρελθόν και το μέλλον εμπεριέχονται στο παρόν. Εδώ, όπως γίνεται φανερό, το παρελθόν διατηρείται ή επαναπροσδιορίζεται, τόσο για να προσαρμοστεί στα σύγχρονα δεδομένα, όσο και για να προσδώσει μια καινούρια ταυτότητα εκεί όπου στιγματίστηκε από αρνητικά ή αδιάφορα αποτελέσματα, διότι η έννοια της διάρκειας, στην οποία κινείται ο άνθρωπος, ταυτίζεται με αυτήν της ύπαρξης. Και σύμφωνα με τον van Eyck, οι έννοιες περίσταση και τόπος, δηλαδή το ζεύγος, χρόνος-χώρος όπου υπάρχει ανθρώπινη συμμετοχή, αποτελούν ένα δίδυμο φαινόμενο, δηλαδή οποιαδήποτε ποιότητα του ενός έχει νόημα μέσα από το συσχετισμό της με ποιότητα του άλλου. Καθώς όμως ο τόπος είναι κάτι που δεν μπορεί να σχεδιαστεί, αλλά θα αναδυθεί με κάποιον τρόπο έτσι και αλλιώς μέσα από το σχεδιασμό, αυτό που κάνουν οι αρχιτέκτονες είναι να παρέχουν ποικίλες δυνατότητες ανθρώπινου συσχετισμού, δηλαδή δυναμική τόπου. Παρατηρείται εν ολίγοις, η τάση δημιουργίας τόπου μέσα από τον ανθρώπινο συσχετισμό με το χρόνο. 
      Η προηγούμενη ανάλυση, μπορεί να ερμηνευθεί ως μια προσπάθεια ανάδυσης μιας ταυτότητας, όπου ταυτότητα είναι κάτι συνεχές, κάτι που συνεχώς αλλάζει, αλλά και η αίσθηση του ανήκω κάπου και επιστρέφω σε ένα χτισμένο τόπο. Έτσι και οι επεμβάσεις που προτείνονται αποσκοπούν στο να γίνουν μέρος της ταυτότητας του ανθρώπου, καθώς αυτός θα αναγνωρίζει τον εαυτό του μέσα σε αυτές. Παρατη-ρούνται ορισμένοι μηχανισμοί που έρχονται να συμβάλλουν στην προσπάθεια ανάδυσης μιας ταυτότητας. Μερικοί από αυτούς είναι η λεγόμενη ηφαιστειακή τά-φρος και το ιδιαίτερο κυκλοφοριακό δίκτυο στο San Bartolomé, ο άξονας ανατολής-δύσης της παλιάς οδού Noksymerdyk και η συνύπαρξη θαλάσσιου και μη, κυκλο-φοριακού δικτύου στο Leeuwarden και τέλος οι φυτεύσεις και η ευαισθητοποίηση των κατοίκων διαμέσου της ενασχόλησής τους με αυτές, αλλά και η επανερμηνεία του ελεύθερου χώρου μεταξύ ελληνικών αστικών πολυκατοικιών στην Αθήνα.
      Ένα στοιχείο που παρατηρείται και στις τρεις προτάσεις είναι η ύπαρξη τόπων που αρθρώνουν λιγότερο ή περισσότερο, τη μετάβαση από τη μία ποιότητα χώρου στην άλλη, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ωθούν τον ανθρώπινο συσχετισμό και την οικολογική ευαισθητοποίηση. Στο San Bartolomé, το εσωτερικό του οικοδομικού τετραγώνου χρησιμοποιείται κυρίως απ’ τους πεζούς και τα μη μηχανοκίνητα μέσα, καθότι τα μηχανοκίνητα έχουν πρόσβαση μέχρι ενός σημείου του, ενώ χαράσσονται διαδρομές και σημεία στάσης μεταξύ των οπωρώνων, αλλά και στεγασμένα απ’ τους κτιριακούς όγκους. Στο Leeuwarden με βάση την παραδοσιακή υποδομή των θερμοκηπίων, κατασκευάζονται χώροι που παρεμβάλλονται μεταξύ δομημένου και αδόμητου ιδιωτικού, ενώ προσαρμόζονται στις απαιτήσεις που δημιουργούν οι εναλλαγές των εποχών. Τέλος, στην Αθήνα, δημιουργείται μια διαδρομή, μεταξύ των πολυκατοικιών, αλλά και μεταξύ σημείων στάσης και αστικών αγροτεμαχίων. Αυτοί οι χώροι λειτουργούν ως ενδιάμεσοι με την έννοια ότι παρεμβάλλονται μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου (San Bartolomé, Αθήνα)  ή εσωτερικού και εξωτερικού χώρου (San Bartolomé, Leeuwarden) και όταν κάποιος βρίσκεται σε αυτούς δύναται να αντιληφθεί τι είναι σημαντικό σε καθεμιά απ’ τις δύο πλευρές και ουσιαστικά οι αντιτιθέμενες έννοιες συμφιλιώνονται.
      Ο πεζός, αλλά ιδιαίτερα ο περιορισμός των μηχανοκίνητων μέσων είναι φαινόμενα που ενισχύονται μέσα απ’ τις προτάσεις. Στο San Bartolomé, μεταξύ οικοδομικών τετραγώνων, σχεδιάζονται δρόμοι μονής κατεύθυνσης οι οποίοι φροντίζουν και για τη στάθμευση, ενώ εισέρχονται μέχρι ενός σημείου των τετραγώνων, ώστε να εξυπηρετούν της ανάγκες κάθε υποπεριοχής. Έτσι απελευ-θερώνονται άλλοι δρόμοι για τον πεζό, ενώ δημιουργούνται πορείες και στάσεις γι’ αυτόν εντός του οικοδομικού τετραγώνου, με κατάλληλες χαράξεις ώστε να προκαλείται η αίσθηση μικρότερων οικοδομικών τετραγώνων, αλλά και τόσο μιας μικρότερης όσο και μιας ευρύτερης γειτονιάς. Στο Leeuwarden, σημαντικές προϋπάρχουσες χαράξεις παρέχονται στην κίνηση του πεζού, ενώ λόγω της παράδοσης της χώρας και του χωρικού μοντέλου της περιοχής, προωθείται και η μετακίνηση με βάρκες. Στα τέσσερα οικοδομικά τετράγωνα της Αθήνας, η πρόσβαση μηχανοκίνητων μέσων αποκλείεται, ενώ δημιουργούνται διαφορετικές καταστάσεις για τον πεζό, με σκοπό την ώθηση ενός πιο ποικιλόμορφου ανθρώπινου συσχετισμού, σε σχέση με την προϋπάρχουσα κατάσταση.
      Τέλος, βιώσιμη ανάπτυξη είναι ένα στοιχείο που έρχεται να υποστηριχθεί με διαφορετικούς τρόπους μέσα απ’ τις προτάσεις. Έτσι, στο San Bartolomé η δημιουργία της ηφαιστειακής τάφρου που συνδέει τις προϋπάρχουσες στέρνες, λειτουργεί ως συλλέκτης του βρόχινου νερού, αλλά και ως δίκτυο διοχέτευσής του από σημεία που περισσεύει σε σημεία που χρειάζεται. Στο Leeuwarden, παρατηρούνται ορισμένα παθητικά συστήματα βιοκλιματικού σχεδιασμού, όπως ο σωστός προσανατολισμός, ο χώρος που παρεμβάλλεται μεταξύ δομημένου και αδόμητου ιδιωτικού, που μπορεί να λειτουργεί ως εσωτερικός (θερμοκήπιο) ή εξωτερικός σύμφωνα με τις εποχές και χαρακτηρίζεται από μεγάλα ανοίγματα, και τέλος η χρήση σκουρόχρωμων υλικών στις μεγάλες κτιριακές επιφάνειες για καλύτερη θερμική αδράνεια. Στην επέμβαση στην Αθήνα, η παρουσία μεγάλης ποικιλίας φυτεύσεων, βοηθά στη δημιουργία ενός καλύτερου μικροκλίματος, ωθούνται οι μέθοδοι της κομποστοποίησης και της οικολογικής διαχείρισης του νερού, ενώ καθώς πρόκειται για μία πρόταση σταδιακής εφαρμογής και χαμηλού κόστους εγκαταστάσεων, μπορεί να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητά της, σε μία περιοχή φτωχή, όπου πιθανώς η οικολογική συνείδηση μέσω μιας τέτοιας μεθόδου χρειάζεται χρόνο για να αφομοιωθεί.